- ὀδονταγωγόν
- ὀδοντ-αγωγόν, τό, Zahnzieher
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οδονταγωγόν — ὀδονταγωγόν, τὸ (Μ) η οδοντάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + ἀγωγός] … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek